Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

«Δεν είναι αυτοκίνητο, είναι Honda»

Κάθε πρωί ήταν εκεί, στο φανάρι. Δεν τον είχε ρωτήσει κανένας, τουλάχιστον όσες φορές  ήμουν εκεί, από πού είχε έρθει ή πως το λένε. Καθάριζε τα τζάμια.
Με άκουγε πάντα από μακριά και πεταγόταν. «Να καθαρίσω το τζάμι» μου έλεγε με κινήσεις, καθώς ελληνικά, σπαστά. «Όχι» του αποκρινόμουν και του έδινα πάντα κάτι. Από τότε, κάθε μέρα το καθάριζε. Κάθε μέρα. Όταν αργούσα, περίμενε έτοιμος. Λες και είχα pit stop ένα πράγμα.
Ένα πρωί που είχε βρέξει, καθόταν στην άκρη, που να βγει με τόσο νερό και τι τζάμι να καθαρίσει. Το μεσημέρι είχε βγει ήλιος, οπότε το μεροκάματο, άρχιζε από τότε.
Ήταν η πρώτη φορά που με σταμάτησε σα να ήθελε κάτι.
«Να σου πω» μου λέει. Είχε ένα βλέμμα περίεργο, σα να λαχταράει.
«Μένω παρακάτω» και μου έδειξε που. Ήταν πενήντα μέτρα περίπου, τίποτα. Δεν έβρεχε.
«Αυτό Honda δεν είναι;». Εκεί έμεινα. Δεν το περίμενα. Ποτέ δεν μου είχε δείξει ενδιαφέρον ή είχε πει κάτι για το αυτοκίνητο, οποιοδήποτε αυτοκίνητο, μήνες τώρα.
Του κουνάω το κεφάλι καταφατικά και του κάνω νόημα να μπει μέσα.
Τον πήγα λίγο παρακάτω μία βόλτα και μετά στο σπίτι.
Μου θύμισε την μικρή μου αδερφή. Ακριβώς αυτή τη στάση σώματος, αυτό το βλέμμα, το «καμαρώνω». Και με περνούσε χρόνια, πολλά χρόνια.
Το απόγευμα, φθάνοντας σπίτι.
Κατεβαίνει η «μικρή», δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και μια σφιχτή αγκαλιά (από αυτά που ξεχνιέσαι) και μου λέει «θα με πας βόλτα».
Δεν χαλάς χατίρι, δεν μπορείς και να μη θες ή να έχεις κανονίσει, πρώτα αυτό και μετά όλα τα άλλα.
«Πάμε» της λέω.
Γεμάτη χαρά και μία έκφραση «θα πάω έξω από την γειτονιά, μεγάλωσα», μου κάνει:
«Όχι με το αυτοκίνητο, με το Honda».
Το μικρόβιο κολλάει από μικρή ηλικία. (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου