Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Του είχε γίνει εξάρτηση..



Tο πρόσεχε σαν τα μάτια του. Με τα χαρτζιλίκια, ήξερε ότι κάθε που θα του τύχαινε αρνητικό, ήταν ένα βήμα πίσω προς την όλη πορεία που είχε φανταστεί ότι θα είχε.

Δεν το λυπόταν, όταν έπρεπε. Η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση που του χάριζε για λίγα δευτερόλεπτα, υπερτερούσε από το βίαιο (ως άτσαλο και ικανό για ζημιά) κατέβασμα της ταχύτητας. Τα λάστιχα ήταν πάντα σε δεύτερη μοίρα, εξάλλου «αναλώσιμα είναι» σκεφτόταν.

Έπαιρνε το κλειδί, το έβαζε στην μίζα, γύρναγε τον διακόπτη κι αμέσως άλλαζε χαρακτήρα.

Μία βόλτα από την πόλη, για να κόψει κίνηση, κάθε πρωί, ειδικά μετά το πλύσιμο ήταν δεδομένη. 

Του είχε γίνει εξάρτηση. Όπως ο άλλος κάνει μία τζούρα ή περιμένει να περάσει η ώρα για να πάει για καφέ, αυτός έκανε μία βόλτα με το αυτοκίνητο και μετά μέσα.

Είχε και τον αγαπημένο δρόμο, τον παλιό, του θύμιζε τα μέρη που είχε μεγαλώσει.

Η διαδρομή γνώριμη, οικεία και συνεχώς προσπαθούσε να την μάθει όσο καλύτερα μπορούσε. Την είχε κάνει βράδυ, ξημερώματα, μεσημέρι με κίνηση με χιόνια, με βροχή. Συνήθως, βράδυ πήγαινε κανονικά, «που να πας από τις ερημιές» σκεφτόταν. Όμως, αν είχε καλό καιρό, υπήρχε η εναλλακτική, ο «παλιός ο δρόμος». Τον είχε μάθει σαν την παλάμη του, που έχει λακκούβα, που να φρενάρει, πως θα μπει. Κίνηση δεν είχε ποτέ, εκτός από κάτι Κυριακές.

Μία μέρα, ένας φίλος, του ζήτησε να πάει μαζί του σπίτι, μένανε κοντά.
Ξεκινάνε, «βάλε ζώνη» του λέει. Στην διασταύρωση, βγάζει φλας για την «καλή» διαδρομή.
Πριν τα μισά, ο φίλος του, κάνει νόημα να σταματήσει. Σταματάνε, ανάβει τσιγάρο:
- «Γιατί τρέχεις έτσι ;», τον ρώτησε.

Κοιτάει μακριά, γυρνάει τον βλέμμα του:
-Θα βγεις απόψε;
- Ναι. Θα πάω να πιω μερικά ποτά να ηρεμήσω.
- Εμένα τότε γιατί δεν με αφήνεις να κάνω το ίδιο;
Σβήνει το τσιγάρο, μπαίνουν στο αυτοκίνητο, βάζουν ζώνη.
Απ' όλο αυτό, ένα ντεπόζιτο άδειο κι ένα ζευγάρι λάστιχα, που δεν άντεξαν σε μία αριστερή!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου