Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

«Ηρεμία»



Ήταν κι αυτή μια βραδιά σαν τις άλλες στο καφενείο. Είχε για παρέα διαφορετικά άτομα, πάντα προσπαθούσε να συνδυάζει και να βολεύει τους πάντες. Δεν τα κατάφερνε, αλλά το προσπαθούσε, εξάλλου τι είναι η ζωή χωρίς να προσπαθήσεις.

Όταν ήθελε να πιει, έπαιρνε τηλέφωνο τον φίλο από το χωριό, καμία σχέση με αυτοκίνητα και μηχανοκίνητα γενικότερα.
Πήγαιναν στο καφενείο του χωριού, καθόντουσαν, τσίπουρα το χειμώνα, μπύρα το καλοκαίρι, έτσι για να μην γίνει ρουτίνα.

Δεν υπήρχε ωράριο, ο περιορισμός ήταν «ότι θα έφευγαν μόνο όταν έκαναν κεφάλι ή έλεγαν τα προβλήματά τους».
Η συζήτηση πολύπλευρη, από χαβαλέ μέχρι προσωπικά. Του την έλεγε συχνά για τις επιλογές. Το ήξερε ότι θα γινόταν αυτό κάθε φορά, κι όμως του τηλεφωνούσε να βγούνε. Κομμάτια εκείνη την περίοδο, θρυμματισμένα και κάτι παραπάνω.

Το κράξιμο από τον φίλο του, διαρκούσε περί των είκοσι λεπτών με εξάρσεις γέλιου, αλλά πάντα ένα σοβαρό επίπεδο.

Τα έβλεπε όλα «σαρκικά», διαφωνούσε, δεν του άρεσε τα όσα έλεγε.

Θεωρίες και πάλι θεωρίες , μέχρι να ηρεμήσει τον εαυτό του κι όχι να πείσει τον απέναντί του. Δεν τα κατάφερνε, ας ήταν καλά το πιοτό, τον ηρεμούσε, δεν του άρεσε η γεύση, αλλά το έβλεπε σαν διέξοδο. Εξάλλου, λεφτά για βενζίνη δεν είχε, το κέρασμα ήταν πρόκληση και το τσίπουρο η λύση.

Μπουρδέλο τα προσωπικά του και το ήξερε, χαλιόταν χωρίς να υπάρχει λόγος.

Μετά τις δώδεκα το βράδυ και ειδικά αν πλησίαζε Σαββατοκύριακο, η συζήτηση πήγαινε στο τι θα κάνουν τότε. Χανόντουσαν από Σάββατο πρωί μέχρι Κυριακή βράδυ κι οι δύο. 
Ο ένας ποτά και ξενύχτια, ο άλλος τσίπουρα, βόλτα με το αυτοκίνητο, εκδρομές κι οτιδήποτε σχετιζόταν με «ρόδα».


Το κράξιμο ήταν πιο μικρό σε διάρκεια, δέκα λεπτά περίπου. Υπολόγιζε τα έξοδα που έκαναν κάθε Σαββατοκύριακο, τα ποτά έβγαιναν παραπάνω πάντα, αλλά ελάχιστα, δέκα ευρώ. Τα θετικά αυτών, γυναίκες, βλέμματα φωτιά, νύχτες ηδονής κι ένα κεφάλι συνήθως καζάνι. Κάπου εκεί, κι ενώ η ώρα ήταν περασμένη, ρωτάει τον φίλο του:


- « Ξοδεύεις περίπου τα ίδια, θα πιεις μόνο δύο (τσίπουρα) το Σάββατο, κι όλα τα υπόλοιπα βενζίνες. Δεν βλέπεις γυναίκα, δεν μιλάς, απλά μπαίνεις στον διάολο (αυτοκίνητο λέγεται, είχαν τσακωθεί πολλές φορές γι' αυτό), πας εκδρομές, πας τρέχεις, πας μακριά και μετράς πόσο έκανες να φτάσεις. Τι μένει από όλα αυτά;»

Ψάχνει στην τσέπη, βρίσκει τον αναπτήρα που είχε ξεχάσει στο αμάξι του. Άναβε κάθε τσιγάρο με τον αναπτήρα της, μπορεί να έκανε ένα, αλλά το άναβε με τον αναπτήρα της.
Κάνει τράκα, στρίβει το τσιγάρο, ο άλλος πίνει λίγο τσίπουρο.

Βάζει το τσιγάρο στο στόμα κι αφού τραβάει μία γερή τζούρα, τον κοιτάει στα μάτια και του απαντάει:
- «Αυτό που δεν έχεις εσύ κάθε Δευτέρα, ηρεμία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου