Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

"Σάκος"

Ταξίδια, πάντα τον ηρεμούσαν. Είχε κάνει πολλά, άλλοτε μικρά, άλλοτε μεγάλα. Τα περισσότερα μοναχικά. Δεν υπήρχε κάποιος στην διπλανή θέση. Συνήθως το πρόσωπο αυτό, το έβρισκε στον προορισμό (γυναικείο τις περισσότερες φορές). Κι όμως, ποτέ δεν ήταν μοναχικά γι' αυτόν.

Σε κάθε ταξίδι έπαιρνε μαζί του ένα σάκο με ελάχιστα πράγματα. Δεν χωρούσαν και πολλά, όχι λόγω μεγέθους, αλλά ήταν οι αναμνήσεις, οι σκέψεις, τα «θέλω», όσα ήθελε να πει και δεν τα άρθρωνε ποτέ. Ήταν τόσα πολλά που τα ρούχα αναγκαστικά ήταν δύο αλλαξιές.

«Και γιατί δεν τα λες». Να πει τι; Όταν καταλαβαίνει από τις κινήσεις και τη συμπεριφορά των άλλων τι γίνεται, γιατί να αναλωθεί σε εξηγήσεις και έκφραση αυτών που θέλει. Πάντα μιλούσε λίγο, όταν όμως ερωτευόταν, αγαπούσε, δε μιλούσε καθόλου. Περίμενε, περίμενε να βρει λίγο χώρο για να βάλει τον σάκο και όταν ο καιρός δεν ήταν βροχερός και δεν φυσούσε, άνοιγε δειλά - δειλά το σάκο. Δεν το φόβιζε η βροχή ούτε ο αέρας, τον φόβιζε πως επιδρούσαν αυτά στους ανθρώπους. Θολή η εικόνα στην βροχή κι ο αέρας ικανός για να πάρει όσα είχε ο σάκος πιο πέρα απ' όσο θα ήθελε.

Τα σαββατοκύριακα δεν κοιμόταν πολύ, πάντα επιδίωκε να ταξιδεύει τότε. Δεν ήθελε να κοιμάται, τον κούραζαν οι σκέψεις πια. Στα 24 είχε δει πολλά, είχε κατασταλάξει, αλλά επέμενε ο σάκος να είναι ο ίδιος.

Καταλάβαινε ότι αυτό που ζητάει είναι δύσκολο, όταν οι φακοί επαφής που φορούσε του έτσουζαν τα μάτια και τα έβλεπε όλα θολά. Τους πετούσε, φορούσε τα γυαλιά και η εικόνα ήταν η ίδια στο διάστημα μέχρι να τα φορέσει, θολή. «Δεν είναι η ζάλη που σου θολώνει την εικόνα φίλε, είναι η ίδια η εικόνα που είναι θολή."