Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

«Γέλα κι ο κόσμος θα γελάσει μαζί σου, κλάψε και θα κλαις μόνος»

Μετά από τόσο καιρό το είχε πάρει απόφαση. Συνήθως, η τελευταία βδομάδα του μήνα, κάθε μήνα, ήταν η χειρότερη. Όλα τα πράγματα, ότι είχε προγραμματίσει του πήγαιναν στραβά. Το χειρότερο, ερχόταν από εκεί που δεν το περίμενε. Όταν τον έβλεπαν χάλια, ήξεραν ότι ο λόγος ήταν γυναικείος (συνήθως) κι ότι άρχιζε η «κατρακύλα» http://jdmteam.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html



Ακόμα και τότε ήταν ήρεμος όμως. Είχε βέβαια τις πτώσεις του, τον έπαιρνε από κάτω, αλλά δεν έχανε το κέφι του, όσο μπορούσε έστω. Ποτέ δε νευρίαζε χωρίς λόγο, σπάνια τον είχαν δει να τσακώνεται. Είχε μάθε να συμβιβάζεται με όλες τις αλλαγές και να τις δέχεται αβίαστα.
Ωστόσο, τον πείραζε όταν έβλεπε ότι δεν υπάρχει ανταπόκριση, ότι «δίνει» και δεν το σέβεται ο άλλος. Ότι νοιάζεται και περνάει στο ντούκου. Το χειρότερο, όταν εξηγούσε την θέση του, λέγοντας τι ψάχνει και τι θέλει κι απλά τα έλεγε σε έναν τοίχο.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

«Τον έρωτα δεν μπορείς να τον περιγράψεις, τον αισθάνεσαι» Valentine's Day related



Υπάρχουν στιγμές που δεν έχεις τι να πεις, δεν έχεις να μιλήσεις με κάποιον. Κάθεσαι, ακούς μουσική, βάζεις ποτό και τα δύο και απλά ταξιδεύεις. Θες να πεις πολλά, θες να σκεφτείς περισσότερα, αλλά δεν μπορείς ούτε να τα πεις ούτε να τα γράψεις.

Αν είναι μέρα, όλα καλά, θα περάσει σχετικά γρήγορα, αν είναι νύχτα, τότε το μπουκάλι ίσως τελειώνει πιο γρήγορα από το τραγούδι που θα παίζει τα ηχεία.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

«Δεν είναι αυτοκίνητο, είναι Honda»

Κάθε πρωί ήταν εκεί, στο φανάρι. Δεν τον είχε ρωτήσει κανένας, τουλάχιστον όσες φορές  ήμουν εκεί, από πού είχε έρθει ή πως το λένε. Καθάριζε τα τζάμια.
Με άκουγε πάντα από μακριά και πεταγόταν. «Να καθαρίσω το τζάμι» μου έλεγε με κινήσεις, καθώς ελληνικά, σπαστά. «Όχι» του αποκρινόμουν και του έδινα πάντα κάτι. Από τότε, κάθε μέρα το καθάριζε. Κάθε μέρα. Όταν αργούσα, περίμενε έτοιμος. Λες και είχα pit stop ένα πράγμα.
Ένα πρωί που είχε βρέξει, καθόταν στην άκρη, που να βγει με τόσο νερό και τι τζάμι να καθαρίσει. Το μεσημέρι είχε βγει ήλιος, οπότε το μεροκάματο, άρχιζε από τότε.
Ήταν η πρώτη φορά που με σταμάτησε σα να ήθελε κάτι.
«Να σου πω» μου λέει. Είχε ένα βλέμμα περίεργο, σα να λαχταράει.
«Μένω παρακάτω» και μου έδειξε που. Ήταν πενήντα μέτρα περίπου, τίποτα. Δεν έβρεχε.
«Αυτό Honda δεν είναι;». Εκεί έμεινα. Δεν το περίμενα. Ποτέ δεν μου είχε δείξει ενδιαφέρον ή είχε πει κάτι για το αυτοκίνητο, οποιοδήποτε αυτοκίνητο, μήνες τώρα.
Του κουνάω το κεφάλι καταφατικά και του κάνω νόημα να μπει μέσα.
Τον πήγα λίγο παρακάτω μία βόλτα και μετά στο σπίτι.
Μου θύμισε την μικρή μου αδερφή. Ακριβώς αυτή τη στάση σώματος, αυτό το βλέμμα, το «καμαρώνω». Και με περνούσε χρόνια, πολλά χρόνια.
Το απόγευμα, φθάνοντας σπίτι.
Κατεβαίνει η «μικρή», δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και μια σφιχτή αγκαλιά (από αυτά που ξεχνιέσαι) και μου λέει «θα με πας βόλτα».
Δεν χαλάς χατίρι, δεν μπορείς και να μη θες ή να έχεις κανονίσει, πρώτα αυτό και μετά όλα τα άλλα.
«Πάμε» της λέω.
Γεμάτη χαρά και μία έκφραση «θα πάω έξω από την γειτονιά, μεγάλωσα», μου κάνει:
«Όχι με το αυτοκίνητο, με το Honda».
Το μικρόβιο κολλάει από μικρή ηλικία. (συνεχίζεται)