Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

"Ανησυχίες"‏

Βράδυ δέκα και κάτι έδειχνε το ρολόι. Η παρέα έξω και το κινητό χτυπούσε από το απόγευμα παρακαλώντας να βγει.
Δεν είχε όρεξη, μεταβατική περίοδος για εκείνον, είχε χάσει και το ενδιαφέρον του για εκείνα που του άρεσαν, οπότε μόνιμα στο σπίτι, με ένα μπουκαλάκι αλκοόλ και μουσική.
Ντύνεται, φοράει τα «καλά του», είπαμε, βράδυ, η παρέα σε γνωστό στέκι της πόλης, οπότε δεν πας όπως να 'ναι. Παίρνει ελάχιστα χρήματα, μιζιά, μουσική και δεξιά με 80 και 5η στο κιβώτιο.
Φτάνει στην πόλη, κάνει ολόκληρο κύκλο, γιατί το στενό που κόβεις δρόμο «είναι απότομο και βρίσκει το ρημάδι». Μεταξύ μας και να μπορούσε να πάει από εκεί, τον κύκλο θα τον έκανε, μόνο και μόνο για να κόψει κίνηση ή να δικαιολογηθεί ότι προσπαθούσε να παρκάρει.
Αφού πάρκαρε, κατεβαίνει, κουμπώνει το μπουφάν (κρύο αρκετό πλέον) και κατευθύνεται προς το μαγαζί για να βρει την παρέα. Ανοίγει την πόρτα από μαγαζί, πανικός, κόσμος, πολύς κόσμος κι αν γνωστές φυσιογνωμίες, λόγω μεγάλης απουσίας, όλοι του φαίνονται ξένοι.
Στο βάθος, γνωστά πρόσωπα που φωνάζουν (πολύ, πάνω στο όλο νταβαντούρι).

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Στα "18"

Γινόταν 18 το καλοκαίρι, μέσα καλοκαιριού. Μέρες πριν είχε κανονίσει όλα τα έγγραφα για τις εξετάσεις του διπλώματος. Ημέρα εξέτασης, η επομένη των γενεθλίων του.
Την ημέρα που θα γινόταν 18, σηκώθηκε νωρίς, έβγαλε το αυτοκίνητο και το έπλυνε σχολαστικά. Στις εξετάσεις πέτυχε και πήρα το δίπλωμα, αναμενόμενο από όλους, δεδομένο για εκείνον.
Από εκείνη την ημέρα και μετά, το αυτοκίνητο είχε γίνει το σπίτι του και η κάθε πινακίδα του δρόμου, ένας νέος προορισμός. Ταξίδευε πολύ, από μικρός εξάλλου είχε μάθει να ταξιδεύει, εθισμένος από την οικογένειά του. Η απόσταση δεν ήταν «εμπόδιο» σε οποιοδήποτε επίπεδο, εκτός αν υπήρχε θάλασσα. « Δεν ανεβαίνει σε καράβι, είναι χαμηλό», έλεγε και το ευχαριστιόταν.
Μέσα σε μία βδομάδα έκανε χίλια χιλιόμετρα. Του άρεσε να ταξιδεύει μόνος του, το απόγευμα και χωρίς μεγάλες στάσεις. Το κινητό πάντα κλειστό, οδηγούσε κι άκουγε μουσική. Έκανε στάση μόνο για δύο λεπτά, να απολαύσει την θέα και ξεκινούσε πάλι.
Όμως, λίγο πριν τελειώσει το κάθε ταξίδι, έκλαιγε. Έκλαιγε κι οδηγούσε. Δεν καταλάβαινε γιατί γινόταν αυτό. Ακόμα και χαρούμενος να ήταν, εκείνη τη στιγμή πάντα έκλαιγε (είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά).
Κάποτε είχα διαβάσει, ότι όσοι ταξιδεύουν μόνοι τους, έχουν συνεπιβάτη την ψυχή. Μεγάλη κουβέντα κι αλήθεια. Έτσι είναι, τουλάχιστον και στιγμιαία, το βιώνεις.
Προφανώς, εκείνες τις στιγμές που δάκρυζε, τις στιγμές χαρμολύπης, η ψυχή του, αποκτούσε μορφή δίχως φωνή. Το δάκρυ ήταν το «ευχαριστώ» για την ηρεμία που της χάριζε